-
1 παραλλαλή
παραλλ-ᾰλή, ἡ,A passing from hand to hand, transmission,πυρὸς παραλλαγαί A.Ag. 490
; change of position, movement, τὸ τάχος τῆς π., of the sun's apparent motion, Str.17.3.10.b Astrol., of a heavenly body, passing beyond the degree occupied by another, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).113.2 alternation, μυῶν παραλλαγαὶ καὶ νεύρων their alternate movements, Hp.Art.30 ; παραλλαγὰς τοῖς ποσὶν ἐποίουν, of dancers, Critias 36.4 interchange, διανοίας πρὸς αἴσθησιν π. interchange of intellect and sense, putting one for the other, Pl.Tht. 196c; π. προσώπων, πτώσεως, A.D.Pron.110.3, Synt.214.9.II difference between things,ποιεῖν τινα π. εὐοσμίας καὶ ἀοσμίας Thphr.HP6.6.5
;μεγάλας τὰς π. ποιεῖσθαι περί τι Plb.6.7.5
; μεγάλην ἔχειν π. D.S.5.37, cf. Plot.3.1.5 ;ἡ π. βραχεῖα Phld.Po.2.5
;ἡ π. ἡ [τοῦ ἀνθρώπου] πρὸς τὰ ἄλογα Arr.Epict.2.8.3
; κάλλους πρὸς αἶσχος ib.2.23.32.III variety, variation, Thphr.HP2.3.2 ;μεγεθῶν Epicur.Ep.1p.15U.
(pl.), al., cf. Chrysipp.Stoic.3.182, Ep.Jac.1.17, Cleom.1.7 ;γραμμῶν καὶ γωνιῶν Theol.Ar.63
; change of meaning,παραλλαγῶν κατὰ σύμβολον γινομένων Chrysipp.Stoic.2.258
, cf. 3.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλαλή
См. также в других словарях:
θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… … Dictionary of Greek
φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… … Dictionary of Greek
Γούλαστον, Γουίλιαμ Χάιντ — (William Hyde Wollaston, 1766 – 1828).Άγγλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε γλωσσολογία στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και μετά έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ιατρική. Τέλειωσε τις σπουδές του το 1793 και άσκησε το ιατρικό επάγγελμα επί επτά… … Dictionary of Greek
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek